ἀλεωρή

ἀλεωρή
ἀλεωρή, [dialect] Att. [suff] ἀλευρο-ρά, , ([etym.] ἀλέομαι)
A escape, Il.24.216;

ἀ. τινα εὑρέσθαι Hdt.9.6

.
2 place of shelter, Opp.H. 1.790.
3 c. gen., defence or shelter from, δηΐων ἀνδρῶν ἀ., of palisade, Il.12.57; of breastplate, 15.533; σκευὴν βελέων ἀ. (mock heroic) Ar.V.615;

τὴν περὶ τὸ σῶμα ἀ. Arist.PA687a29

; of an animal's shell, etc., ib.679b28, cf. HA488b10; τῆς περὶ τοὺς ἱέρακας ἕνεκα ἀ. ib.613b11; ἀ. παρέχειν, ποιεῖν, Hp. Praec.7,D.S.3.34.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλεωρή — ἀλεωρή, η (Α) (ο τύπος ιωνικός στην αττική διάλεκτο ἀλεωρά) 1. αποφυγή, διαφυγή 2. το μέσον διαφυγής ή αποφυγής, προστασία, άμυνα, υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *ἀλεF ωλή (< θ. τού ρήμ. ἀλέομαι*), απ’ όπου προήλθε με… …   Dictionary of Greek

  • ἀλεωρή — escape fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεωραί — ἀλεωρή escape fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεωρῆς — ἀλεωρή escape fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεωρήν — ἀλεωρή escape fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεωρά — ἀλεωρά̱ , ἀλεωρή escape fem nom/voc/acc dual ἀλεωρά̱ , ἀλεωρή escape fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι …   Dictionary of Greek

  • αλεώριο — το Ναυτ. χαρακτηριστικό σημάδι σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀλεωρή* «αποφυγή, μέσον αποφυγής». Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. balise] …   Dictionary of Greek

  • αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …   Dictionary of Greek

  • ἀλεωράν — ἀλεωρά̱ν , ἀλεωρή escape fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”